προσομοιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσομοιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπροσομοιάζω
- που είμαι στο περίπου όμοιος με κατι άλλο, άλλον ή άλλη σχετική περίσταση
- πολλά ηλεκτρονικά παιχνίδια πολεμικού χαρακτήρα προσομοιάζουν το θέατρο της μάχης στον πόλεμο σε ικανοποιητικό βαθμό