σάκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σάκα | οι | σάκες |
γενική | της | σάκας | των | σακών |
αιτιατική | τη | σάκα | τις | σάκες |
κλητική | σάκα | σάκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σάκα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάκα θηλυκό
- (γραφική ύλη, σχολικά είδη) δερμάτινη σχολική τσάντα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σάκα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
σάκα