↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχολικός η σχολική το σχολικό
      γενική του σχολικού της σχολικής του σχολικού
    αιτιατική τον σχολικό τη σχολική το σχολικό
     κλητική σχολικέ σχολική σχολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχολικοί οι σχολικές τα σχολικά
      γενική των σχολικών των σχολικών των σχολικών
    αιτιατική τους σχολικούς τις σχολικές τα σχολικά
     κλητική σχολικοί σχολικές σχολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχολικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σχολικός (κατάλληλος για φιλοσοφικές ασχολίες) < σχολ(εῖον( + -ικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική scholaire < υστερολατινική scholaris < αρχαία ελληνική σχολή [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sxo.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχο‐λι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

σχολικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το σχολείο ή τους μαθητές
    ⮡  σχολική χορωδία, σχολική εκδρομή
  2. κατάλληλος για μαθητές
    ⮡  σχολικά βιβλία, σχολικά είδη

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα σχολικ-

→ και δείτε τις λέξεις σχολείο και σχολή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία