σχολικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σχολικό | τα | σχολικά |
γενική | του | σχολικού | των | σχολικών |
αιτιατική | το | σχολικό | τα | σχολικά |
κλητική | σχολικό | σχολικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
σχολικό< ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σχολικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σχολικό ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) ειδικό αυτοκίνητο κίτρινου χρώματος το οποίο μεταφέρει μαθητές σχολείων απ' τα σπίτια τους στο σχολείο και αντίστροφα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχολικό
|