Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχολικό τα σχολικά
      γενική του σχολικού των σχολικών
    αιτιατική το σχολικό τα σχολικά
     κλητική σχολικό σχολικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
σχολικά στην Κούβα

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχολικό< ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σχολικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σχολικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σχολικό