αυτοκίνητο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
αυτοκίνητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου αὐτοκίνητος (που κινείται μόνος του), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική automobile[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /af.tɔˈci.ni.tɔ/
- συλλαβισμός : αυ‐το‐κί‐νη‐το
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αυτοκίνητο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών)μηχανοκίνητο όχημα που φέρει κινητήρα και δεξαμενή με καύσιμα, που του δίνουν τη δυνατότητα να είναι αυτόνομο
Επεξεργασία
- αυτοκινητάκι (υποκοριστικό)
- αυτοκινητάρα (μεγεθυντικό)
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αυτοκίνητο
|
|
Επεξεργασία
- ↑ «αυτοκίνητο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.