automobile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- automobile < (άμεσο δάνειο) γαλλική automobile. Μορφολογικά αναλύεται σε auto- + mobile
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
automobile | automobiles |
automobile (en)
- (μέσο μεταφορών, αμερικανικά αγγλικά) το αυτοκίνητο, το αμάξι
- ≈ συνώνυμα: car (βρετανικά αγγλικά)
Επίθετο
επεξεργασίαautomobile (en)
Πηγές
επεξεργασία- automobile - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- automobile - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.to.mɔ.bil/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
automobile | automobiles |
automobile (fr) θηλυκό
- (μέσο μεταφορών) το αυτοκίνητο
Συγγενικά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
automobile | automobiles |
automobile (fr)
Πηγές
επεξεργασία- automobile - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- automobile - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- automobile < (άμεσο δάνειο) γαλλική automobile. Μορφολογικά αναλύεται σε auto- + mobile
Ουσιαστικό
επεξεργασίαautomobile (it) θηλυκό
- (μέσο μεταφορών) το αυτοκίνητο
Πηγές
επεξεργασία- αναζήτηση: automobile - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).