Ετυμολογία

επεξεργασία
automobile < (άμεσο δάνειο) γαλλική automobile. Μορφολογικά αναλύεται σε auto- + mobile

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
automobile automobiles

automobile (en)



Ετυμολογία

επεξεργασία

automobile < auto- + mobile

Ουσιαστικό

επεξεργασία