auto-
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- auto- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτο- < αὐτός (ο ίδιος)
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαauto- (en)
- που εφαρμόζεται σε αυτόν που μιλάει
Σύνθετα
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- auto- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτο- < αὐτός (ο ίδιος)
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαauto- (fr)
- που εφαρμόζεται σε αυτόν που μιλάει
- pratiquer l’autocensure
- σχετικός με αυτοκίνητα, μέσα μεταφορών, αυτοκινητιστική βιομηχανία
- un autorail
- αυτόματος, δηλαδή που πραγματοποιείται ή κατευθύνεται χάρη στα ίδια μέσα ή χωρίς εξωτερική επέμβαση
Σύνθετα
επεξεργασίαΣύνθετα με το auto-
- auto
- autoallumage (ορθογραφία του 1990)
- auto-allumage (παραδοσιακή ορθογραφία)
- autoancrer (ορθογραφία του 1990)
- auto-ancrer (παραδοσιακή ορθογραφία)
- autobiographie
- autobiographique
- autobus
- autocanon
- autocar
- autocariste
- autocassable
- autocatalyse
- autocensure
- autocensurer
- autochenille
- autochir
- autochrome
- autochromie
- autochtone
- autocinésie
- autoclavage
- autoclave
- autocollant
- autoconduction
- autoconsommer
- autocontrôle
- autocopier
- autocopiste
- autocrate
- autocratie
- autocratique
- autocratiser
- autocritique
- autocritiquer
- autocuiseur
- autocunnilingus
- autodafé
- autodébrayage
- autodéfense
- autodérision
- autodestructeur
- autodestruction
- autodestructrice
- autodétermination
- autodéterminer
- autodidacte
- autodigestion
- autodiscipline
- autodrome
- autodynamique
- autodyne
- autoécole (ορθογραφία του 1990)
- auto-école (παραδοσιακή ορθογραφία)
- autoélévateur (ορθογραφία του 1990)
- auto-élévateur (παραδοσιακή ορθογραφία)
- autoéquilibrant (ορθογραφία του 1990)
- auto-équilibrant (παραδοσιακή ορθογραφία)
- autoexcitation (ορθογραφία του 1990)
- auto-excitation (παραδοσιακή ορθογραφία)
- autofécondation
- autoféconder
- autofellation
- autofinancement
- autofinancer
- autofrettage
- autofocus
- autogène
- autogéré
- autogérer
- autogestion
- autogestionnaire
- autogire
- autognose
- autognosie
- autogouverner
- autographe
- autographier
- autographique
- autographisme
- autoguidage
- autoguidé
- autoguider
- autohématothérapie (ορθογραφία του 1990)
- auto-hématothérapie (παραδοσιακή ορθογραφία)
- auto-immune
- auto-immunisation
- auto-immunitaire
- auto-immunité
- auto-inductance
- auto-induction
- auto-infection
- auto-intoxication
- autolaveur
- autologue
- autolyser
- autolysine
- autolytique
- automate
- automaticien
- automaticité
- automatie
- automation
- automatique
- automatiquement
- automatisant
- automatisation
- automatiser
- automatisme
- automatiste
- automédon
- automitrailleuse
- automobile
- automobilisme
- automobiliste
- automoteur
- autoneige
- autonepiophilie
- autonettoyant
- autonome
- autonomie
- autonomisme
- autonomiste
- autonyme
- autophagie
- autophagique
- autoplastie
- autoplastique
- autopompe
- autoportrait
- autopropulsé
- autopropulser
- autopropulsion
- autopsie
- autopsier
- autoradio
- autorail
- autoréduction
- autorégulateur
- autorégulation
- autorotation
- autoroute
- autosatisfaction
- autoscopie
- autos-couchettes
- autosérothérapie
- autosexualité
- autosexuel
- autositaire
- autosite
- autostop (ορθογραφία του 1990)
- auto-stop (παραδοσιακή ορθογραφία)
- autostoppeur, autostoppeuse (ορθογραφία του 1990)
- auto-stoppeur, auto-stoppeuse (παραδοσιακή ορθογραφία)
- autostrade
- autosuggestion
- autosuggestionner
- autotaxi (ορθογραφία του 1990)
- auto-taxi (παραδοσιακή ορθογραφία)
- autotomie
- autotomiser
- autotransformateur
- autotransport
- autotrempant
- autotrophe
- autotypie
- autovaccin
- autovaccinothérapie
- s’autopeluredebananiser
Αναγραμματισμοί
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- auto- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτο- < αὐτός (ο ίδιος)
Πρόθημα
επεξεργασίαauto- (es)
- που εφαρμόζεται σε αυτόν που μιλάει
Σύνθετα
επεξεργασίαόπως ενδεικτικά
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- auto- < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτο- < αὐτός (ο ίδιος) ή λατινική auto-
Πρόθημα
επεξεργασίαauto- (it)
- που εφαρμόζεται σε αυτόν που μιλάει