Δείτε επίσης: auto, Auto

Ετυμολογία

επεξεργασία

auto- (fr)

  1. που εφαρμόζεται σε αυτόν που μιλάει
    pratiquer l’autocensure
  2. σχετικός με αυτοκίνητα, μέσα μεταφορών, αυτοκινητιστική βιομηχανία
    un autorail
  3. αυτόματος, δηλαδή που πραγματοποιείται ή κατευθύνεται χάρη στα ίδια μέσα ή χωρίς εξωτερική επέμβαση
    un appareil autofocus

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία