Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
autoclave autoclaves

autoclave (fr) αρσενικό

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
autoclave autoclaves

autoclave (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • που κλείνει μόνος του