autodiscipline
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.tɔ.di.si.plin/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
autodiscipline | autodisciplines |
autodiscipline (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
autodiscipline | autodisciplines |
autodiscipline (fr) θηλυκό