Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
autonomiste autonomistes

autonomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτονομιστικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
autonomiste autonomistes

autonomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτονομιστής - αυτονομίστρια