Ετυμολογία

επεξεργασία
autobus < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

autobus (sq)

  1. λεωφορείο



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
autobus autobus

autobus (fr) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

autobus (it)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

autobus (hr)

  1. το λεωφορείο



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

autobus (nl)

  1. το λεωφορείο



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /awˈtɔbus/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

autobus (pl) αρσενικό

  1. λεωφορείο

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

autobus (ro)

  1. το λεωφορείο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

autobus (sr)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

autobus (sk) αρσενικό

  1. το λεωφορείο

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

autobus (cs) αρσενικό

  1. το λεωφορείο

Συγγενικά

επεξεργασία