πούλμαν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πούλμαν < (άμεσο δάνειο) αγγλική pullman < από το όνομα της ομώνυμης εταιρείας που ίδρυσε ο George Pullman
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπούλμαν ουδέτερο άκλιτο
- (μέσο μεταφορών) είδος οχήματος με πολλές θέσεις για επιβάτες και σχεδόν ελάχιστο χώρο για όρθιους