Ετυμολογία

επεξεργασία
coach < μέση γαλλική coche → και δείτε περισσότερα στο κόουτς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kəʊt͡ʃ/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /koʊt͡ʃ/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coach coaches

coach (en)

  1. (μέσο μεταφορών) άμαξα (με άλογα)
     συνώνυμα: carriage
  2. βαγόνι τρένου
     συνώνυμα: carriage
  3. (ΗΒ) το πούλμαν
  4. (αθλητισμός) ο προπονητής, ο κόουτς
    ⮡  The job of a football coach is not easy at all.
    Η δουλειά του προπονητή ποδοσφαίρου δεν είναι καθόλου εύκολη.
    ⮡  The coach trains the players.
    Ο προπονητής προπονεί τους παίκτες.
ενεστώτας coach
γ΄ ενικό ενεστώτα coaches
αόριστος coached
παθητική μετοχή coached
ενεργητική μετοχή coaching

coach (en)

  • (μεταβατικό) προπονώ, προγυμνάζω, εκπαιδεύω κάποιον να παίξει ένα άθλημα, να κάνει μια δουλειά καλύτερα ή να βελτιώσει μια ικανότητα
    ⮡  The coach coaches the players.
    Ο προπονητής προπονεί τους παίκτες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη train



      ενικός         πληθυντικός  
coach coachs

  Ετυμολογία

επεξεργασία
coach < (άμεσο δάνειο) αγγλική coach → και δείτε περισσότερα στο κόουτς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

coach (fr) αρσενικό