βαγόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαγόνι | τα | βαγόνια |
γενική | του | βαγονιού | των | βαγονιών |
αιτιατική | το | βαγόνι | τα | βαγόνια |
κλητική | βαγόνι | βαγόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβαγόνι ουδέτερο
- σιδηροδρομικό όχημα χωρίς δική του μηχανή, μέρος ενός συρμού
- (συνεκδοχικά) φορτίο που μπορεί να χωρέσει σε ένα σιδηροδρομικό όχημα