Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φορτίο τα φορτία
      γενική του φορτίου των φορτίων
    αιτιατική το φορτίο τα φορτία
     κλητική φορτίο φορτία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φορτίο < αρχαία ελληνική φορτίον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φορτίο ουδέτερο

  1. το σύνολο των αντικειμένων που μεταφέρει ένας άνθρωπος, ένα ζώο ή ένα φορτηγό μεταφορικό μέσο
    όσο που να πάμε στο Περού, το φορτίο θα το 'χουμε καπνίσει (Ν. Καββαδίας)
  2. (μεταφορικά) ψυχικό βάρος
  3. το ηλεκτρικό φορτίο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία