• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φόρτος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φόρτος οι φόρτοι
      γενική του φόρτου των φόρτων
    αιτιατική τον φόρτο τους φόρτους
     κλητική φόρτε φόρτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φόρτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φόρτος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φόρτος αρσενικό

  1. βάρος, κόπος
  2. φόρτος εργασίας : πολλή δουλειά

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    φόρτος
  • γαλλικά : charge (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φόρτος&oldid=6937354"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Σεπτεμβρίου 2024, στις 18:21

Γλώσσες

    • English
    • Italiano
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Σεπτεμβρίου 2024, στις 18:21.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας