κόπος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόπος | οι | κόποι |
γενική | του | κόπου | των | κόπων |
αιτιατική | τον | κόπο | τους | κόπους |
κλητική | κόπε | κόποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόπος (αρχική σημασία «χτύπημα»)[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐πος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κόπος αρσενικό
- ο μόχθος, η κούραση
- Ελπίζω το αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής να δικαιώσει τον κόπο μου.
- (συνεκδοχικά) αμοιβή από εργασία
- Δικαιωμά σου είναι να ξοδεύεις τον κόπο σου όπως θέλεις.
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- αξίζει τον κόπο: τη λέμε για κάτι που είναι καλό να γίνει παρά τα μειονεκτήματα που πιθανώς ενέχει η πραγματοποίηση του.
- κάνω τον κόπο, κάνω έναν κόπο, μπαίνω στον κόπο: εκτελώ μια εργασία, συνήθως όχι ευχάριστη.
- κάνε τον κόπο! να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό.
- τα αγαθά κόποις κτώνται
- τζάμπα (ο) κόπος
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κόπος
Επεξεργασία
- ↑ «κόπος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.