πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόπος οι κόποι
      γενική του κόπου των κόπων
    αιτιατική τον κόπο τους κόπους
     κλητική κόπε κόποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόπος (αρχική σημασία «χτύπημα»)[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόπος αρσενικό

  1. η κούραση
      Ελπίζω το αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής να δικαιώσει τον κόπο μου.
     συνώνυμα: μόχθος, μόχτος
  2. (συνεκδοχικά) αμοιβή από εργασία
      Δικαίωμά σου είναι να ξοδεύεις τον κόπο σου όπως θέλεις.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόπος οἱ κόποι
      γενική τοῦ κόπου τῶν κόπων
      δοτική τῷ κόπ τοῖς κόποις
    αιτιατική τὸν κόπον τοὺς κόπους
     κλητική ! κόπε κόποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόπω
γεν-δοτ τοῖν  κόποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία