Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόπος οι κόποι
      γενική του κόπου των κόπων
    αιτιατική τον κόπο τους κόπους
     κλητική κόπε κόποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόπος (αρχική σημασία «χτύπημα»)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐πος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόπος αρσενικό

  1. η κούραση
    Ελπίζω το αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής να δικαιώσει τον κόπο μου.
     συνώνυμα: μόχθος, μόχτος
  2. (συνεκδοχικά) αμοιβή από εργασία
    Δικαίωμά σου είναι να ξοδεύεις τον κόπο σου όπως θέλεις.

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
κοπ-, κοπτ- 

και

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόπος οἱ κόποι
      γενική τοῦ κόπου τῶν κόπων
      δοτική τῷ κόπ τοῖς κόποις
    αιτιατική τὸν κόπον τοὺς κόπους
     κλητική ! κόπε κόποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόπω
γεν-δοτ τοῖν  κόποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόπος < κόπτω, κοπ- + -ος


ζητούμενο λήμμα


  Πηγές επεξεργασία