φορτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φορτίζω < αρχαία ελληνική φορτίζω (φορτώνω σε πλοίο) < φόρτος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφορτίζω (μεσοπαθητικό φορτίζομαι)
- εφοδιάζω μια μπαταρία, ένα συσσωρευτή κ.λπ. με ηλεκτρικό φορτίο
- (μεταφορικά) αυξάνω τη συναισθηματική ένταση σε μια κατάσταση, συνήθως με αρνητικό τρόπο
- αποδίδω ξεχωριστή χροιά σε λόγια ή λέξεις, ώστε να προκαλώ συγκίνηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φορτίζω | φόρτιζα | θα φορτίζω | να φορτίζω | φορτίζοντας | |
β' ενικ. | φορτίζεις | φόρτιζες | θα φορτίζεις | να φορτίζεις | φόρτιζε | |
γ' ενικ. | φορτίζει | φόρτιζε | θα φορτίζει | να φορτίζει | ||
α' πληθ. | φορτίζουμε | φορτίζαμε | θα φορτίζουμε | να φορτίζουμε | ||
β' πληθ. | φορτίζετε | φορτίζατε | θα φορτίζετε | να φορτίζετε | φορτίζετε | |
γ' πληθ. | φορτίζουν(ε) | φόρτιζαν φορτίζαν(ε) |
θα φορτίζουν(ε) | να φορτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φόρτισα | θα φορτίσω | να φορτίσω | φορτίσει | ||
β' ενικ. | φόρτισες | θα φορτίσεις | να φορτίσεις | φόρτισε | ||
γ' ενικ. | φόρτισε | θα φορτίσει | να φορτίσει | |||
α' πληθ. | φορτίσαμε | θα φορτίσουμε | να φορτίσουμε | |||
β' πληθ. | φορτίσατε | θα φορτίσετε | να φορτίσετε | φορτίστε | ||
γ' πληθ. | φόρτισαν φορτίσαν(ε) |
θα φορτίσουν(ε) | να φορτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φορτίσει | είχα φορτίσει | θα έχω φορτίσει | να έχω φορτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φορτίσει | είχες φορτίσει | θα έχεις φορτίσει | να έχεις φορτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φορτίσει | είχε φορτίσει | θα έχει φορτίσει | να έχει φορτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φορτίσει | είχαμε φορτίσει | θα έχουμε φορτίσει | να έχουμε φορτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φορτίσει | είχατε φορτίσει | θα έχετε φορτίσει | να έχετε φορτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φορτίσει | είχαν φορτίσει | θα έχουν φορτίσει | να έχουν φορτίσει |
|