Ετυμολογία

επεξεργασία
φορτίζω < αρχαία ελληνική φορτίζω (φορτώνω σε πλοίο) < φόρτος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /foɾˈti.zo/

φορτίζω (μεσοπαθητικό φορτίζομαι)

  1. εφοδιάζω μια μπαταρία, ένα συσσωρευτή κ.λπ. με ηλεκτρικό φορτίο
     αντώνυμα: αποφορτίζω
  2. (μεταφορικά) αυξάνω τη συναισθηματική ένταση σε μια κατάσταση, συνήθως με αρνητικό τρόπο
     συνώνυμα: ηλεκτρίζω
  3. αποδίδω ξεχωριστή χροιά σε λόγια ή λέξεις, ώστε να προκαλώ συγκίνηση
     συνώνυμα: τονίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία