Δείτε επίσης: ἀποφορτίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποφορτίζω < (ελληνιστική κοινήἀποφορτίζω (1.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική décharger)

αποφορτίζω (παθητική φωνή: αποφορτίζομαι)

  1. εξαντλώ τη φόρτιση, το ηλεκτρικό φορτίο
     συνώνυμα: εκφορτίζω
  2. (μεταφορικά) διώχνω ή ελαττώνω κάποια ένταση στις σχέσεις κάποιων

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία