Δείτε επίσης: ἀποφορτίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αποφορτίζω (παθητική φωνή: αποφορτίζομαι)

  1. εξαντλώ τη φόρτιση, το ηλεκτρικό φορτίο
     συνώνυμα: εκφορτίζω
  2. (μεταφορικά) διώχνω ή ελαττώνω κάποια ένταση στις σχέσεις κάποιων

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία