αποφόρτιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποφόρτιση | οι | αποφορτίσεις |
γενική | της | αποφόρτισης* | των | αποφορτίσεων |
αιτιατική | την | αποφόρτιση | τις | αποφορτίσεις |
κλητική | αποφόρτιση | αποφορτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποφορτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποφόρτιση < αποφορτίζω + -ση (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déchargement)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποφόρτιση θηλυκό
- (τεχνολογία) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφορτίζω
- (μεταφορικά) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφορτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποφόρτιση
|