discharge
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
discharge | discharges |
discharge (en)
- αποβολή, εκκένωση, χύσιμο (για υγρά)
- εκκένωση (ηλεκτρική)
- ξεπλήρωμα, εκπλήρωση (για χρέος, υποχρέωση)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | discharge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | discharges |
αόριστος | discharged |
παθητική μετοχή | discharged |
ενεργητική μετοχή | discharging |
discharge (en)
- εκλύω (πχ ακτινοβολία)
- απολύω, απαλλάσσω κάποιον από εργασία ή από κατηγορία
- απαλλάσσω κάποιον από θεραπεία, του επιτρέπω να βγει από το νοσοκομείο
- αποβάλλω, χύνω (για υγρά ή αέρια)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εκβάλλω, χύνομαι (για ποτάμια)
- ⮡ The Danube discharges into the Black Sea.
- Ο Δούναβης εκβάλλει στη Μαύρη θάλασσα.
- ⮡ The Danube discharges into the Black Sea.
- εκφορτίζω, αποφορτίζω, εξαντλώ τη φόρτιση
- ξεπληρώνω ένα χρέος, εκπληρώνω/τελειώνω με μια υποχρέωση
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω, αδειάζω ένα όπλο πυροβολώντας
- (σκωπτικό) κλάνω
Πηγές
επεξεργασία- discharge - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 266, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκβάλλω, ρίχνω