Ετυμολογία

επεξεργασία
discharge < dis- + charge

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
discharge discharges

discharge (en)

  1. αποβολή, εκκένωση, χύσιμο (για υγρά)
  2. εκκένωση (ηλεκτρική)
  3. ξεπλήρωμα, εκπλήρωση (για χρέος, υποχρέωση)
ενεστώτας discharge
γ΄ ενικό ενεστώτα discharges
αόριστος discharged
παθητική μετοχή discharged
ενεργητική μετοχή discharging

discharge (en)

  1. εκλύω (πχ ακτινοβολία)
  2. απολύω, απαλλάσσω κάποιον από εργασία ή από κατηγορία
  3. απαλλάσσω κάποιον από θεραπεία, του επιτρέπω να βγει από το νοσοκομείο
  4. αποβάλλω, χύνω (για υγρά ή αέρια)
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) εκβάλλω, χύνομαι (για ποτάμια)
    ⮡  The Danube discharges into the Black Sea.
    Ο Δούναβης εκβάλλει στη Μαύρη θάλασσα.
  6. εκφορτίζω, αποφορτίζω, εξαντλώ τη φόρτιση
    ⮡  After a little while, my phone was discharged completely.
    Μετά από λίγη ώρα αποφορτίστηκε το κινητό μου εντελώς.
     αντώνυμα: charge
  7. ξεπληρώνω ένα χρέος, εκπληρώνω/τελειώνω με μια υποχρέωση
  8. (μεταβατικό και αμετάβατο) ρίχνω, αδειάζω ένα όπλο πυροβολώντας
    ⮡  I discharge an arrow/a gun.
    Ρίχνω ένα βέλος/ένα όπλο.
    ⮡  He discharged all his ammunition.
    Έριξε όλα του τα πυρομαχικά.
     συνώνυμα:  fire και shoot
  9. (σκωπτικό) κλάνω