Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλεκτρίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική électriser < αρχαία ελληνική ἤλετρον

ηλεκτρίζω

  1. προκαλώ τη ροή ηλεκτρικού σώματος μέσα από ένα σώμα
  2. προκαλώ ένα μικρό ηλεκτρικό σοκ στο ανθρώπινο σώμα
  3. (μεταφορικά) προκαλώ συγκίνηση και ενθουσιασμό
    η εμφάνιση του τραγουδιστή στη σκηνή ηλέκτρισε τα πλήθη
  4. (μεταφορικά) προκαλώ ένταση
    τα άσχημα σχόλια του ομιλητή ηλέκτρισαν την ατμόσφαιρα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία