συγκίνηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συγκίνηση < αρχαία ελληνική συγκίνησις < συγκινέω-συγκινῶ < σύν + κινῶ
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ˈŋɟi.ni.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συγκίνηση θηλυκό
- εσωτερική ή εξωτερική συναισθηματική αντίδραση σε συμβάν-γεγονός (λόγω συμβάντος-γεγονότος)
- (ψυχολογία) αντίδραση σε ερέθισμα που επιφέρει ψυχοσωματικές μεταβολές