συγκίνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συγκίνηση | οι | συγκινήσεις |
γενική | της | συγκίνησης* | των | συγκινήσεων |
αιτιατική | τη | συγκίνηση | τις | συγκινήσεις |
κλητική | συγκίνηση | συγκινήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκινήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγκίνηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκίνη(σις) + -ση < συγκινέω / συγκινῶ < σύν (συγ-) + κινῶ → δείτε και τη λέξη κίνηση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋˈɟi.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκί‐νη‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κί‐νη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκίνηση θηλυκό
- η εσωτερική ή εξωτερική συναισθηματική αντίδραση σε συμβάν-γεγονός (λόγω συμβάντος-γεγονότος)
- (ψυχολογία) η αντίδραση σε ερέθισμα που επιφέρει ψυχοσωματικές μεταβολές