Δείτε επίσης: emotion

  Ετυμολογία

επεξεργασία
émotion < esmotion < émouvoir

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.mo.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
émotion émotions

émotion (fr) θηλυκό

  1. η συγκίνηση
  2. το συναίσθημα

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία