Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.mɔ.ti.vi.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
émotivité émotivités

émotivité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία