ému
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ému < émouvoir
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ému | émus |
θηλυκό | émue | émues |
ému (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ému | émus |
θηλυκό | émue | émues |
ému (fr)