Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
froid froids

froid (fr) αρσενικό

les grands froids de l'année dernière - τα περσινά μεγάλα κρύα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • coup de froid - απότομη πτώση της θερμοκρασίας // το συνάχι
  • il fait froid ! - κάνει κρύο!

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία