Ετυμολογία

επεξεργασία
froid < λατινική frigidus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fʁwa/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό froid froids
θηλυκό froide froides

froid (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
froid froids

froid (fr) αρσενικό

les grands froids de l'année dernière - τα περσινά μεγάλα κρύα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • coup de froid - απότομη πτώση της θερμοκρασίας // το συνάχι
  • il fait froid ! - κάνει κρύο!

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία