ψύχρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψύχρα | οι | ψύχρες |
γενική | της | ψύχρας | — | |
αιτιατική | την | ψύχρα | τις | ψύχρες |
κλητική | ψύχρα | ψύχρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψύχρα < ψυχρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψύχρα θηλυκό
- η σχετικά χαμηλή θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, το ελαφρύ κρύο
- στα ηπειρωτικά υποχωρεί η πρωινή ψύχρα, που είναι περισσότερο αισθητή στη βόρεια Ελλάδα (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 3 Απριλίου 2011)