ψυχρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου 1
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου 2
επεξεργασία
ψυχρά (ᾰ)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ψυχρός