Ετυμολογία

επεξεργασία
εν ψυχρώ < (καθαρεύουσα ) ἐν ψυχρῷ < ἐν + ψυχρῷ (δοτική ενικού του ψυχρός)  δείτε τις λέξεις εν και ψυχρός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

εν ψυχρώ (λόγιο)

  1. σε ψυχρή κατάσταση, ψυχρά
      (χημεία) χημική αντίδραση εν ψυχρώ
      (για ελαιόλαδο) πρώτη πίεση εν ψυχρώ
  2. ψύχραιμα, χωρίς ηθικές αναστολές
      (νομικός όρος) εκτέλεση εν ψυχρώ
πολυτονική γραφή: ἐν ψυχρῷ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία