εν θερμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εν θερμώ < (καθαρεύουσα ) ἐν θερμῷ (δοτική ενικού του θερμός) → δείτε τις λέξεις εν και θερμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασία
εν θερμώ (λόγιο)
- σε θερμή κατάσταση, υπό θερμοκρασία
- (χημεία) χημική αντίδραση εν θερμώ
- (νομικός όρος) σε έξαψη, χωρίς αυτοσυγκράτηση, χωρίς ψυχραιμία
- ⮡ η άδικη απόφασή του λήφθηκε εν θερμώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εν θερμώ