θερμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- θερμός < αρχαία ελληνική θερμός (< θέρω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰer-mo-[1] < *gʷʰer- (θερμός, ζεστός)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /θɛɾˈmɔs/
- συλλαβισμός : θερ‐μός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
θερμός -ή -ό
- που έχει σχετικά υψηλή θερμοκρασία - αλλά χαμηλότερη από τον καυτό
- θερμή ημέρα
- (μεταφορικά) εγκάρδιος, φιλικός, ενθουσιώδης, ένθερμος
- θερμός χαιρετισμός· αλλά: θερμό επεισόδιο, με τη σημασία του επικίνδυνου (συμβάντος), που έχει ένταση και μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση των εμπλεκομένων στο επεισόδιο μερών
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- θερμός< γαλλική thermos < αγγλική thermos < αρχαία ελληνική θερμός (< θέρω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰer-mo-[1]< *gʷʰer- (θερμός, ζεστός)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θερμός ουδέτερο άκλιτο
- δοχείο για υγρά που τα κρατά σε σταθερή θερμοκρασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- θερμός στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θερμός
Επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.