Δείτε επίσης: Θερμός

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

θερμός, -ή, -ό

  1. που έχει σχετικά υψηλή θερμοκρασία - αλλά χαμηλότερη από τον καυτό
     θερμή ημέρα
  2. (μεταφορικά) εγκάρδιος, φιλικός, ενθουσιώδης, ένθερμος
      θερμός χαιρετισμός
  3. επικίνδυνος, με μεγάλη ένταση συμβάνπου έχει ένταση
      θερμό επεισόδιο μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση των εμπλεκομένων στο επεισόδιο μερών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θερμός ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 θερμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική θερμός θερμή τὸ θερμόν
      γενική τοῦ θερμοῦ τῆς θερμῆς τοῦ θερμοῦ
      δοτική τῷ θερμ τῇ θερμ τῷ θερμ
    αιτιατική τὸν θερμόν τὴν θερμήν τὸ θερμόν
     κλητική ! θερμέ θερμή θερμόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ θερμοί αἱ θερμαί τὰ θερμᾰ́
      γενική τῶν θερμῶν τῶν θερμῶν τῶν θερμῶν
      δοτική τοῖς θερμοῖς ταῖς θερμαῖς τοῖς θερμοῖς
    αιτιατική τοὺς θερμούς τὰς θερμᾱ́ς τὰ θερμᾰ́
     κλητική ! θερμοί θερμαί θερμᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θερμώ τὼ θερμᾱ́ τὼ θερμώ
      γεν-δοτ τοῖν θερμοῖν τοῖν θερμαῖν τοῖν θερμοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμός, ήδη ομηρικό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰer-mo- [1] < *gʷʰer- (θερμός, ζεστός)  δείτε και τις λέξεις θέρος και θέρω

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.