γεωθερμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεωθερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική géothermique, γεωθερμ(ία) + -ικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.o.θeɾ.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐θερ‐μι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαγεωθερμικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη γεωθερμία
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεωθερμικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γεωθερμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας