Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωθερμία οι γεωθερμίες
      γενική της γεωθερμίας των γεωθερμιών
    αιτιατική τη γεωθερμία τις γεωθερμίες
     κλητική γεωθερμία γεωθερμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωθερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική géothermie, γεω- + θερμ(ός) + -ία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.o.θeɾˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ω‐θερ‐μί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεωθερμία θηλυκό

  1. η θερμική ενέργεια η οποία από το εσωτερικό της γης φτάνει στην επιφάνεια
  2. η επιστήμη που μελετά τα θερμικά φαινόμενα στο εσωτερικό της γης και τους τρόπους εκμετάλλευσής τους από τον άνθρωπο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία