θερμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θερμικός | η | θερμική | το | θερμικό |
γενική | του | θερμικού | της | θερμικής | του | θερμικού |
αιτιατική | τον | θερμικό | τη | θερμική | το | θερμικό |
κλητική | θερμικέ | θερμική | θερμικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θερμικοί | οι | θερμικές | τα | θερμικά |
γενική | των | θερμικών | των | θερμικών | των | θερμικών |
αιτιατική | τους | θερμικούς | τις | θερμικές | τα | θερμικά |
κλητική | θερμικοί | θερμικές | θερμικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θερμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermique < θερμός
Επίθετο
επεξεργασίαθερμικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στη θερμότητα