géothermique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʒe.ɔ.tɛʁ.mik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
géothermique | géothermiques |
géothermique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
géothermique | géothermiques |
géothermique (fr) αρσενικό ή θηλυκό