θέρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θέρος | τα | θέρη |
γενική | του | θέρους | — | |
αιτιατική | το | θέρος | τα | θέρη |
κλητική | θέρος | θέρη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθe.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θέ‐ρος
Ετυμολογία
επεξεργασία- θέρος < αρχαία ελληνική θέρος < πρωτοελληνική *tʰéros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰéros (ζέστη, ζεστός καιρός) < *gʷʰer- (ζεστός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθέρος ουδέτερο
- το καλοκαίρι
Συγγενικά
επεξεργασία- αγουροθερίζω
- αγουροθερισμένος
- αθέριγα
- αθέριγος
- αθέριστα
- αθέριστος
- αλωνοθερίζω
- ανθρωποθεριστής
- αποθερίζω
- αποθέρισμα
- αποθερισμένος
- αποθερισμός
- γεροθεριστής
- ευκολοθέριστος
- θεριζοαλωνιστικός
- θεριζοαλωνιστική
- θερίζω
- θερινά
- θερινός
- θέρισμα
- θερισμένος
- θερισμός
- θεριστήρι
- θεριστής
- θεριστικά
- θεριστική
- θεριστικός
- θερίστρα
- θερίστρια
- κακοθερισμένος
- καλοθερισμένος
- κοντοθέριστος
- μισοθερισμένος
- νεκροθεριστής
- νεοθερισμένος
- νεοθέριστος / νιοθέριστος
- νυχτοθέριστος
- ορυζοθεριστικός
- οψιμοθερίζω
- πανθεριστής
- παραθερίζω
- παραθέριση
- παραθέρισμα
- παραθερισμός
- παραθεριστής
- παραθεριστικός
- παραθερίστρια
- πρωιμοθερίζω
- σιτοθεριστικός
- φρεσκοθερισμένος
- φρεσκοθέριστος
- χλωροθερίζω
- χορτοθεριστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία θέρος
→ δείτε τη λέξη καλοκαίρι |
Ετυμολογία
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θέρος | οι | θέροι |
γενική | του | θέρου | των | θέρων |
αιτιατική | τον | θέρο | τους | θέρους |
κλητική | θέρο | θέροι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- θέρος < το θέρος < αρχαία ελληνική θέρος < πρωτοελληνική *tʰéros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰéros (ζέστη, ζεστός καιρός) < *gʷʰer- (ζεστός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθέρος αρσενικό
- ο θερισμός
- (κατ’ επέκταση) η εποχή του θερισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία θέρος
|