αλωνοθερίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααλωνοθερίζω
- (ιδιωματικό) θερίζω και (κατόπιν) αλωνίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλωνοθερίζω | αλωνοθέριζα | θα αλωνοθερίζω | να αλωνοθερίζω | αλωνοθερίζοντας | |
β' ενικ. | αλωνοθερίζεις | αλωνοθέριζες | θα αλωνοθερίζεις | να αλωνοθερίζεις | αλωνοθέριζε | |
γ' ενικ. | αλωνοθερίζει | αλωνοθέριζε | θα αλωνοθερίζει | να αλωνοθερίζει | ||
α' πληθ. | αλωνοθερίζουμε | αλωνοθερίζαμε | θα αλωνοθερίζουμε | να αλωνοθερίζουμε | ||
β' πληθ. | αλωνοθερίζετε | αλωνοθερίζατε | θα αλωνοθερίζετε | να αλωνοθερίζετε | αλωνοθερίζετε | |
γ' πληθ. | αλωνοθερίζουν(ε) | αλωνοθέριζαν αλωνοθερίζαν(ε) |
θα αλωνοθερίζουν(ε) | να αλωνοθερίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλωνοθέρισα | θα αλωνοθερίσω | να αλωνοθερίσω | αλωνοθερίσει | ||
β' ενικ. | αλωνοθέρισες | θα αλωνοθερίσεις | να αλωνοθερίσεις | αλωνοθέρισε | ||
γ' ενικ. | αλωνοθέρισε | θα αλωνοθερίσει | να αλωνοθερίσει | |||
α' πληθ. | αλωνοθερίσαμε | θα αλωνοθερίσουμε | να αλωνοθερίσουμε | |||
β' πληθ. | αλωνοθερίσατε | θα αλωνοθερίσετε | να αλωνοθερίσετε | αλωνοθερίστε | ||
γ' πληθ. | αλωνοθέρισαν αλωνοθερίσαν(ε) |
θα αλωνοθερίσουν(ε) | να αλωνοθερίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλωνοθερίσει | είχα αλωνοθερίσει | θα έχω αλωνοθερίσει | να έχω αλωνοθερίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλωνοθερίσει | είχες αλωνοθερίσει | θα έχεις αλωνοθερίσει | να έχεις αλωνοθερίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλωνοθερίσει | είχε αλωνοθερίσει | θα έχει αλωνοθερίσει | να έχει αλωνοθερίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλωνοθερίσει | είχαμε αλωνοθερίσει | θα έχουμε αλωνοθερίσει | να έχουμε αλωνοθερίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλωνοθερίσει | είχατε αλωνοθερίσει | θα έχετε αλωνοθερίσει | να έχετε αλωνοθερίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλωνοθερίσει | είχαν αλωνοθερίσει | θα έχουν αλωνοθερίσει | να έχουν αλωνοθερίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλωνοθερίζω
|