Ετυμολογία

επεξεργασία
αλωνίζω < αλώνι + -ίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.loˈni.zo/

αλωνίζω (παθητική φωνή: αλωνίζομαι)

  1. διαχωρίζω στο αλώνι τον καρπό των δημητριακών από τα περιβλήματά τους και το άχυρο με κόπανο ή μηχάνημα
  2. (μεταφορικά) περιπλανιέμαι από άκρη σε άκρη
  3. (μεταφορικά) συμπεριφέρομαι με αυθάδεια κι ανεξέλεγκτα
  4. (λαϊκότροπο) σκορπώ, σπαταλώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία