πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόπανος οι κόπανοι
      γενική του κόπανου των κόπανων
    αιτιατική τον κόπανο τους κόπανους
     κλητική κόπανε κόπανοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόπανος αρσενικό

  1. το εργαλείο με το οποίο κοπανάμε
    1. το εργαλείο κοπανήματος σκλάβων
    2. το εργαλείο αλωνίσματος σιτηρών για να διαχωριστεί ο καρπός
    3. το χοντρό και βαρύ αντικείμενο με το οποίο κοπανάμε τα ρούχα όταν τα πλένουμε στη νεροτριβή ή στη θάλασσα
    4. το πίσω μέρος του κοντακίου του όπλου
  2. (μειωτικό) κουτός, ανόητος και αντιπαθητικός

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόπανος αρσενικό (και σήμερα σε χρήση με διαφορετική σημασία)

Άλλες μορφές

επεξεργασία