↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόπανος οι κόπανοι
      γενική του κόπανου των κόπανων
    αιτιατική τον κόπανο τους κόπανους
     κλητική κόπανε κόπανοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόπανος < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή κόπανος < αρχαία ελληνική κόπανον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόπανος αρσενικό

  1. το εργαλείο με το οποίο κοπανάμε
    1. το εργαλείο κοπανήματος σκλάβων
    2. το εργαλείο αλωνίσματος σιτηρών για να διαχωριστεί ο καρπός
    3. το χοντρό και βαρύ αντικείμενο με το οποίο κοπανάμε τα ρούχα όταν τα πλένουμε στη νεροτριβή ή στη θάλασσα
    4. το πίσω μέρος του κοντακίου του όπλου
  2. (μειωτικό) κουτός, ανόητος και αντιπαθητικός

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόπανος < (άμεσο δάνειο) βενετική copano

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόπανος αρσενικό (και σήμερα σε χρήση με διαφορετική σημασία)

Άλλες μορφές

επεξεργασία