κόπανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόπανος | οι | κόπανοι |
γενική | του | κόπανου | των | κόπανων |
αιτιατική | τον | κόπανο | τους | κόπανους |
κλητική | κόπανε | κόπανοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόπανος < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή κόπανος < αρχαία ελληνική κόπανον
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόπανος αρσενικό
- το εργαλείο με το οποίο κοπανάμε
- το εργαλείο κοπανήματος σκλάβων
- το εργαλείο αλωνίσματος σιτηρών για να διαχωριστεί ο καρπός
- το χοντρό και βαρύ αντικείμενο με το οποίο κοπανάμε τα ρούχα όταν τα πλένουμε στη νεροτριβή ή στη θάλασσα
- το πίσω μέρος του κοντακίου του όπλου
- (μειωτικό) κουτός, ανόητος και αντιπαθητικός
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εργαλείο
κουτός
|