ενικός         πληθυντικός  
battoir battoirs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

battoir (fr) αρσενικό

  1. το χτυπητήρι
  2. ο κόπανος (πλυσίματος)
  3. (οικείο) η χερούκλα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη battre