Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεροτριβή οι νεροτριβές
      γενική της νεροτριβής των νεροτριβών
    αιτιατική τη νεροτριβή τις νεροτριβές
     κλητική νεροτριβή νεροτριβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεροτριβή < νερο- + αρχαία ελληνική τριβή[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.ɾo.tɾiˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρο‐τρι‐βή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεροτριβή θηλυκό

  1. διάταξη που περιλαμβάνει σύστημα με το οποίο τρεχούμενο νερό πέφτει από ύψος και λεκάνη στην οποία συντελείται περιδίνηση του νερού, ώστε να μπορούν να κατεργαστούν ή να πλυθούν υφάσματα, χαλιά κ.λπ.
     συνώνυμα: ντριστέλα
  2. (κατ’ επέκταση) ο τόπος που βρίσκεται η παραπάνω διάταξη
  3. τρόπος κατεργασίας χοντρών, κυρίως μάλλινων, υφασμάτων, με τη χρήση της δύναμης του νερού που πέφτει από ύψος, ώστε να αποκτήσουν την επιθυμητή απαλότητα και υφή

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία