υφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υφή | οι | υφές |
γενική | της | υφής | των | υφών |
αιτιατική | την | υφή | τις | υφές |
κλητική | υφή | υφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υφή < αρχαία ελληνική ὑφή[1]
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υφή θηλυκό
- ο τρόπος που διασταυρώνονται οι ίνες του υφάσματος μεταξύ τους
- ο τρόπος διάταξης των μορίων ή/και των κυττάρων ενός σώματος ή ενός οργανισμού
- η αίσθηση που έχουμε από την επαφή μας με ένα υλικό σώμα
- (μεταφορικά) η σύνδεση των ιδιαίτερων μερών ενός συνόλου, μιας κατάστασης ή/και ενός λογοτεχνικού έργου