grain
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grain | grains |
grain (en)
- (ΗΠΑ) τα δημητριακά (δεν έχει πληθυντικό)
- ο σπόρος δημητριακών
- ο κόκκος (άμμου, αλατιού κτλ.)
- τα νερά του ξύλου ή άλλου υλικού (μοτίβα)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grain | grains |
grain (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- avoir un grain
- avoir un petit grain
- grain d'orge
- grain de beauté
- mettre son grain de sel
- veiller au grain
Συγγενικά
επεξεργασία- égrener
- engranger
- engrenage
- engrener
- engrenure
- filigrane
- graine
- grainetier
- grainier
- grange
- granit
- granito
- granule
- granulé
- granulie
- granulome
- grenade
- grenadier
- grenadille
- grenadin
- grenadine
- grenaille
- grenaison
- grenat
- greneler
- grener
- grènetis
- greneur
- grenier
- grenu
- gros-grain
- millerandage
- saugreneux
- saugrenu
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαgrain
- → δείτε τη λέξη graim