Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grain grains

grain (en)

  1. (ΗΠΑ) τα δημητριακά (δεν έχει πληθυντικό)
  2. ο σπόρος δημητριακών
  3. ο κόκκος (άμμου, αλατιού κτλ.)
  4. τα νερά του ξύλου ή άλλου υλικού (μοτίβα)



grain

 δείτε τη λέξη graim