Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
engrenage engrenages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

engrenage (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη grain