Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

grain de beauté → δείτε τις λέξεις grain και beauté

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
grain de beauté grains de beauté

grain de beauté (fr) αρσενικό

  • ελιά (κηλίδα του δέρματος)