κόκκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόκκος | οι | κόκκοι |
γενική | του | κόκκου | των | κόκκων |
αιτιατική | τον | κόκκο | τους | κόκκους |
κλητική | κόκκε | κόκκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόκκος : βοτανολογία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόκκος
- ζωολογία < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική cochineal insect
- οι υπόλοιποι ορισμοί < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική grain[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈko.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόκ‐κος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόκκος αρσενικό
- ευδιάκριτο στερεό κομμάτι μιγμάτων αέρα
- Η άμμος αποτελείται από κόκκους πετρωμάτων.
- κόκκος καφέ
- (χημεία) μονοκρυσταλλικό τμήμα ενός υλικού
- Ο κάθε κόκκος διαθλά το φως με διαφορετικό τρόπο αλλά με συγκεκριμένη πόλωση, έτσι σε ένα τυπικό υλικό το φως μπορεί και διαθλάται με διάφορες πολώσεις.
- (ζωολογία) έντομο του είδους Coccus pseudomagnoliarum
- Φέτος ο κόκκος κατέστρεψε τις πορτοκαλιές της Χίου.
- (ζωολογία) έντομο του γένους coccus
- Ο κόκκος των εσπεριδοειδών μου προσέβαλλε τις πορτοκαλιές μου και εκκρίνει μια γλοιώδη ουσία σκέτη αηδία...
- (μικροβιολογία) βακτήριο με σφαιρικό σχήμα
- Ο σταφυλόκοκκος είναι ένας κόκκος που τείνει να ενώνεται με άλλους σταφυλόκοκκους δημιουργώντας σχηματισμούς που μοιάζουν με σταφύλια.
- (βοτανική) μικροσκοπικός καρπός, όπως π.χ. των δημητριακών
- (μεταφορικά) ελάχιστη ποσότητα
- Το βιβλίο υποστηρίζει ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από ένα κόκκο αλήθειας σε αυτές τις νοσταλγικές παραδόσεις, επισημαίνει το γεγονός ότι μεταξύ των κοινοτήτων, ένας τρόπος της καθημερινής ζωής με βάση την προστασία της πολιτιστικής διαφοράς, ήταν ένα φυσιολογικό και σταθεροποιητικό χαρακτηριστικό των πολυεθνικών κοινωνιών. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κόκκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας