ευδιάκριτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευδιάκριτος < ελληνιστική κοινή εὐδιάκριτος
Επίθετο
επεξεργασίαευδιάκριτος, -η, -ο
- που διακρίνεται εύκολα
- ⮡ Τα χαρακτηριστικά του αγνώστου δεν ήταν ευδιάκριτα μέσα στο σκοτάδι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευδιάκριτος