διακρίνω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διακρίνω < αρχαία ελληνική διακρίνω < διά + κρίνω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.a.ˈkɾi.nɔ/ και /ðʝa.ˈkɾi.nɔ/
ΡήμαΕπεξεργασία
διακρίνω, παθητικό: διακρίνομαι, παθητική μετοχή: διακεκριμένος
- βλέπω, αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου
- διέκρινα μια φιγούρα να κινείται μέσα στην ομίχλη
- ξεχωρίζω σε κατηγορίες βρίσκοντας τα διαφορετικά χαρακτηριστικά
- μπορώ να διακρίνω τους ειλικρινείς από τους υποκριτές
- χαρακτηρίζω
- τον διακρίνει ειλικρίνεια και ευθύτητα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διακρίνω
|