διακρίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακρίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακρίνω < δια- + κρίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯aˈkɾi.no/ & /ðʝaˈkɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κρί‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδιακρίνω, πρτ.: διέκρινα, αόρ.: διέκρινα, παθ.φωνή: διακρίνομαι, π.αόρ.: διακρίθηκα, μτχ.π.π.: διακεκριμένος
- βλέπω, αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου
- ↪ διέκρινα μια φιγούρα να κινείται μέσα στην ομίχλη
- ↪ένα πλοίο διακρίνεται στον ορίζοντα
- ξεχωρίζω σε κατηγορίες βρίσκοντας τα διαφορετικά χαρακτηριστικά
- ↪ μπορώ να διακρίνω τους ειλικρινείς από τους υποκριτές
- χαρακτηρίζω
- ↪ τον διακρίνει ειλικρίνεια και ευθύτητα
- ↪ διακρίνεται για την ευγένεια του χαρακτήρα του
- → δείτε και την παθητική φωνή διακρίνομαι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διά και κρίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακρίνω | διέκρινα | θα διακρίνω | να διακρίνω | διακρίνοντας | |
β' ενικ. | διακρίνεις | διέκρινες | θα διακρίνεις | να διακρίνεις | διάκρινε | |
γ' ενικ. | διακρίνει | διέκρινε | θα διακρίνει | να διακρίνει | ||
α' πληθ. | διακρίνουμε | διακρίναμε | θα διακρίνουμε | να διακρίνουμε | ||
β' πληθ. | διακρίνετε | διακρίνατε | θα διακρίνετε | να διακρίνετε | διακρίνετε | |
γ' πληθ. | διακρίνουν(ε) | διέκριναν διακρίναν(ε) |
θα διακρίνουν(ε) | να διακρίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέκρινα | θα διακρίνω | να διακρίνω | διακρίνει | ||
β' ενικ. | διέκρινες | θα διακρίνεις | να διακρίνεις | διάκρινε | ||
γ' ενικ. | διέκρινε | θα διακρίνει | να διακρίνει | |||
α' πληθ. | διακρίναμε | θα διακρίνουμε | να διακρίνουμε | |||
β' πληθ. | διακρίνατε | θα διακρίνετε | να διακρίνετε | διακρίντε | ||
γ' πληθ. | διέκριναν διακρίναν(ε) |
θα διακρίνουν(ε) | να διακρίνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διακρίνει | είχα διακρίνει | θα έχω διακρίνει | να έχω διακρίνει | ||
β' ενικ. | έχεις διακρίνει | είχες διακρίνει | θα έχεις διακρίνει | να έχεις διακρίνει | ||
γ' ενικ. | έχει διακρίνει | είχε διακρίνει | θα έχει διακρίνει | να έχει διακρίνει | ||
α' πληθ. | έχουμε διακρίνει | είχαμε διακρίνει | θα έχουμε διακρίνει | να έχουμε διακρίνει | ||
β' πληθ. | έχετε διακρίνει | είχατε διακρίνει | θα έχετε διακρίνει | να έχετε διακρίνει | ||
γ' πληθ. | έχουν διακρίνει | είχαν διακρίνει | θα έχουν διακρίνει | να έχουν διακρίνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διακρίνομαι | διακρινόμουν(α) | θα διακρίνομαι | να διακρίνομαι | ||
β' ενικ. | διακρίνεσαι | διακρινόσουν(α) | θα διακρίνεσαι | να διακρίνεσαι | ||
γ' ενικ. | διακρίνεται | διακρινόταν(ε) | θα διακρίνεται | να διακρίνεται | ||
α' πληθ. | διακρινόμαστε | διακρινόμαστε διακρινόμασταν |
θα διακρινόμαστε | να διακρινόμαστε | ||
β' πληθ. | διακρίνεστε | διακρινόσαστε διακρινόσασταν |
θα διακρίνεστε | να διακρίνεστε | (διακρίνεστε) | |
γ' πληθ. | διακρίνονται | διακρίνονταν διακρινόντουσαν |
θα διακρίνονται | να διακρίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διακρίθηκα | θα διακριθώ | να διακριθώ | διακριθεί | ||
β' ενικ. | διακρίθηκες | θα διακριθείς | να διακριθείς | διακρίσου | ||
γ' ενικ. | διακρίθηκε | θα διακριθεί | να διακριθεί | |||
α' πληθ. | διακριθήκαμε | θα διακριθούμε | να διακριθούμε | |||
β' πληθ. | διακριθήκατε | θα διακριθείτε | να διακριθείτε | διακριθείτε | ||
γ' πληθ. | διακρίθηκαν διακριθήκαν(ε) |
θα διακριθούν(ε) | να διακριθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διακριθεί | είχα διακριθεί | θα έχω διακριθεί | να έχω διακριθεί | διακεκριμένος | |
β' ενικ. | έχεις διακριθεί | είχες διακριθεί | θα έχεις διακριθεί | να έχεις διακριθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διακριθεί | είχε διακριθεί | θα έχει διακριθεί | να έχει διακριθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διακριθεί | είχαμε διακριθεί | θα έχουμε διακριθεί | να έχουμε διακριθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διακριθεί | είχατε διακριθεί | θα έχετε διακριθεί | να έχετε διακριθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διακριθεί | είχαν διακριθεί | θα έχουν διακριθεί | να έχουν διακριθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διακεκριμένος - είμαστε, είστε, είναι διακεκριμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διακεκριμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διακεκριμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διακεκριμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διακεκριμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διακεκριμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διακεκριμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακρίνω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διακρίνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διακρίνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.