διακριτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακριτικά < διακριτικός
Επίρρημα
επεξεργασίαδιακριτικά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διακρίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακριτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιακριτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διακριτικό